-
1 κόρα
[кора] ουσ. Θ. корка хлеба, горбушкаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κόρα
-
2 горбушка
-
3 корка
корка ж 1) η κόρα 2) (кожура) η φλούδα, το φλούδι* * *ж1) η κόρα2) ( кожура) η φλούδα, το φλούδι -
4 корка
корк||аж 1 ἡ κόρα, τό φλόγωμα:\корка хлеба ἡ κόρα τοῦ ψωμιοῦ· \корка льдз ἡ κροῦστα τοῦ πάγου, ὁ ἐπίπαγος·2. (кожура) ἡ φλούδα, ὁ φλοιός·3. (на ране) τό κάρκαδο[ν]· ◊ прочесть от \коркаи до \коркаи разг διαβάζω ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος· ругать бранить на все \коркаи разг ψέλνω τόν ἀναβαλλόμενο σέ κάποιον. -
5 корка
1. (верхний отвердевший слой чего-л.) η κόρα, το φλόγωμα 2. (кожура) η φλούδα, ο φλοιός 3. (на ране) το κάρκαδο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корка
-
6 горбушка
горбушкаж (хлеба) ἡ κόρα, ἡ κρούστα. -
7 горбушка
[γκαρμπούσκα] та. θ. κόρα -
8 корка
[κόρκα] ουσ. Θ. κόρα -
9 горбушка
[γκαρμπούσκα] та. θ. κόρα -
10 корка
[κόρκα] ουσ θ κόρα -
11 закал
-а α.βάψιμο μετάλλου, ατσάλώμα,χαλύβδωση, χαλυβδοποίηση. || βλ. закалка. || άψητο σκληρό μέρος κάτω από την κόρα ψωμιού.εκφρ.человек старого -а – άνθρωπος παλαιών ηθών. -
12 корка
-и θ.1. βλ. кори.2. κόρα (ψωμιού), κρούστα. || φλούδα•апельсиновая корка πορτοκαλόφλουδα.
3. ξερή φλούδα δέντρου• πέτσα.εκφρ.на все -и ругать (разносить – κ.τ.τ.) επιπλήττω δριμύτατα, λούζω πατόκορφα•на все -и – γερά, δυνατά•на обе -и – αλύπητα•от -и до -и – από την αρχή ως το τέλος. -
13 надъесть
-м, -ешь, -ест, -едим, -едите, -едят, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надъеденный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ. τρώγω πάνω-πάνω, εξωτερικά•надъесть горбушку τρώγω την κόρα (του ψωμιού).
-
14 пригореть
-ит ρ.σ.1. καίγομαι λίγο, αρπάζω•корка хлеба -ла ή κόρα του ψωμιού άρπαξε.
2. τσικνώνω•каша -ла в кастрюле το κουρκούτι τσικνωσε στην κατσαρόλα.
3. ξηραίνομαι•трава -ла το χορτάρι ξηράθηκε.
См. также в других словарях:
Κόρα — Κόρᾱ , Κόρα fem nom/voc/acc dual Κόρᾱ , Κόρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρα — κόρᾱ , κόρη girl fem nom/voc/acc dual (attic) κόρᾱ , κόρη girl fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόρᾳ — Κόραι , Κόρα fem nom/voc pl Κόρᾱͅ , Κόρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 30 Ιουνίου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,7, και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,4. Διεθνώς ονομάζεται Cora 504. * * * (I) κόρα … Dictionary of Greek
κόρα — η η σκληρή πέτσα που περιβάλλει το ψωμί: Του αρέσει η κόρα του ψωμιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόρᾳ — κόραι , κόρη girl fem nom/voc pl (attic) κόρᾱͅ , κόρη girl fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόρας — Κόρᾱς , Κόρα fem acc pl Κόρᾱς , Κόρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόραι — Κόρα fem nom/voc pl Κόρᾱͅ , Κόρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόραν — Κόρᾱν , Κόρα fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρας — κόρᾱς , κόρη girl fem acc pl (attic) κόρᾱς , κόρη girl fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορᾶν — Κόρα fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)